- φυγοστρατία
- ητο να είναι κανείς φυγόστρατος (λιποτάχτης ή ανυπόταχτος), η αποφυγή των στρατιωτικών υποχρεώσεων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυγοστρατία — η, Ν η αποφυγή τών στρατιωτικών υποχρεώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγόστρατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek